Της είπα: Σκέφτόμαι να γράψω πάνω στον τοίχο του δωματίου μου την φράση "Ω υπερωκεάνειο". Το υπερωκεάνειο συμβολίζει Αυτό που μας περιέχει, μας κουβαλάει όλους στο ταξίδι. Αυτό που συνεχώς κινείται και ξεπερνάει τα καθιερωμένα όρια του κόσμου, διανύει τον ωκεανό, το αξεπέραστο αυτό σύνορο, μας πάει εκεί που δεν θα μπορούσαμε ποτέ αλλιώς να βρεθούμε. Αυτό που μας καλεί να υπερβούμε τις καταστάσεις. Ο χρόνος και ο χώρος του ανήκουν. Eίναι μεγάλο και όμορφο. Συμβολίζει το επιβλητικό βραδυκίνητο πάθος που κινεί τα πάντα.
Μου απάντησε: O αποχωρισμός όταν φεύγει το πλοίο είναι ο πιό σκληρός που μπορεί να υπάρξει. Γιατί όταν για παράδειγμα φεύγει το τρένο μπορείς να τρέξεις από πίσω του, να το ακολουθήσεις, έστω και για λίγο. Όταν φεύγει το πλοίο ο αποχωρισμός είναι απότομος, δεν έχεις που να πας. Το ένιωσα αυτό όταν είχες φύγει μία φορά.
Μου απάντησε: O αποχωρισμός όταν φεύγει το πλοίο είναι ο πιό σκληρός που μπορεί να υπάρξει. Γιατί όταν για παράδειγμα φεύγει το τρένο μπορείς να τρέξεις από πίσω του, να το ακολουθήσεις, έστω και για λίγο. Όταν φεύγει το πλοίο ο αποχωρισμός είναι απότομος, δεν έχεις που να πας. Το ένιωσα αυτό όταν είχες φύγει μία φορά.
6 σχόλια:
Ναι. Αλλά αν το προλάβεις μπαίνεις ολόκληρη μέσα σε αυτό. Δεν στριμώχνεσαι πίσω απ' τα δάκτυλά σου ψάχνοντας να βρεις πώς ανοίγει η κωλόπορτα. Δεν στριμώχνεσαι στο διάδρομο.
Και φτάνεις ψηλά. Και κοιτάς αυτούς που ξέρεις ότι θα σε περιμένουν - δεν τρέχουν πίσω σου να παρατείνουν τη ματαιότητα, απλώς περιμένουν κι εσύ δεν μπορείς να δεις καν πώς περιμένουν- ή κοιτάς απ' την αντίθετη μεριά -γιατί εδώ υπάρχει αντίθετη μεριά για να κοιτάξεις, δεν τη σφραγίζουν οι γραμμές ή τα παράθυρα. Και σε φυσάει αέρας -αέρας απ' όλες τις μεριές. Και το βουητό δεν σταματάει ποτέ –και είναι μπλε. Δεν λέω, ωραίος ο ήχος του τρένου που τρέχει. (Μου αρέσει να τον θυμάμαι πότε πότε χτυπώντας το ρυθμό στα γόνατά μου). Αλλά το τρέξιμο πίσω από αυτό είναι ίσως μάταιο αν τελικά δεν προλάβεις όταν θέλεις να προλάβεις, όταν δεν ξέρεις πραγματικά γιατί τρέχεις -ή όταν κάποτε ξεχάσεις γιατί έτρεχες.
Τα σκέφτηκα αυτά σε μια στιγμή. Όταν έτρεχα στο λιμάνι. Κι έβλεπα το καράβι που ακόμα με περίμενε. Για να σου δώσω το εισιτήριο που ξέχασες. Για να φύγεις χωρίς να τρέξω πίσω σου (βλέπεις, το σώμα μου θα συνέχιζε να τρέχει ακόμα κι αν στεκόμουν στα όρια της θάλασσας, ακόμα κι αν δεν με έβλεπες). Και αυτό θα ήταν μάταιο. Γιατί θα έφευγες έτσι κι αλλιώς.
Και μη μασάς, το δωμάτιό σου ήταν το υπερωκεάνειο.
ελαφρώς εκτός θέματος αλλά σίγουρα επίκαιρο, δες αυτό, θα σε ενδιαφέρει πιστεύω..
http://nochessinestrellas.blogspot.com/2007/11/zeitgeist.html
Αρχικά όταν το διάβασα με έπιασε μία πολύ έντονη εναλλαγή συναισθημάτων. Από την συγκίνηση, στον φόβο, στο άγχος, στην επιβαιβέωση, στην απόρριψη. Νόμιζα ότι προέρχονταν από αλλού. Αυτό περίμενα κιόλλας. Τελικά κάθισε μέσα μου ωραία, βρήκε την θέση του και σε νοιώθω κοντά μου.
Στην πίστα του αεροδρομίου έχει νυχτώσει ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ' έχει πληγώσει ένας φίλος μου απόψε εγκαταλείπει αυτή τη χώρα κατά βάθος λυπάται μα δε βλέπει και την ώρα που η ζωή του θ' αλλάξει όταν τ' αεροπλάνα πετάνε η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε είναι τρομέρο το θέαμα η αίσθηση αυτή ότι πετάς
δεν έχω άλλη εκλογή ένα κίτρινο ταξί περιμένει
φυσάει,
θα χειμωνιάσει
δύο ώρες και ξημερώνει
συννεφιασμένη Κυριακή πρώτη μέρα του χειμώνα σκέφτομαι τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτού του αιώνα απ' το δεξί καθρεφτάκι ο κόσμος μένει πίσω ποτέ δεν είχα τίποτα κι απόψε θέλω να σε φιλήσω
να μείνεις στα μάτια μου σαν άδειο τοπίο να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ...
Από "Το ταξίδι της φάλαινας" Στέρεο Νόβα
Μητσο’μ!
Είμαι συγκινημένος! Σ’αγαπώ!
To παρακάτω κείμενο μου το είχε στείλει με μαϊλ ένας φίλος με αφορμή το κείμενο του Υπερωκεανίου και την ανταλλαγή. Δεν ήξερε πώς να το ανεβάσει ως σχόλιο στο μπλόγκ (λόγω των ελληνικών) οπότε το κάνω εγώ έστω και καθυστερημένα.
"The highest kind of happiness: joy or grace, is the complete
absence of any contradiction between will, desire and action, while
with the uttermost awareness of one's past, present and future,
knowing to the best of one's knowledge that one is pursuing the
most life extending of the paths one knows." I Don't Know Who! I Don't Know When! Or Where!
In physics power is defined as the ability to do work, energy. The natural world as a material reality harbours this kind of power. Rivers can be dammed, coal can be burned, wind harnessed, and so on to extract power from nature. Now we extract power at nuclear level, splitting open nature at its most elementary levels to unleash the extraordinary quantities of power locked within it. At this point the distinction between matter or mass and energy seems to dissolve. Insofar as our lives are dependent on our new technologies, which are dependent on natural power, we could fairly say that today is an age of power. The consumption of power, the discovery of new sources and forms of power and the struggle to secure access to power dominate most of our scence, economics, and politics.
Nietzsche takes this analysis one step further by formulating a metaphysics of power. For Nietzsche the very essence of life is a will to power. According to Nietzsche society has to learn to let the will to power express itself and develop on its own terms in order to evolve greater and stronger forms of life. He also seems to bellieve that our morality, based on Judeo-Christian ideals of selflessness, humility, and care for the weak, stifles our instinctive will to power. In the late nineteenth century Nietzsche anticipated the dawning of a new age when the will to power would express itself anew by rejecting morality and achieving ever-greater manifestations of itself.
Heidegger argued that the essence of modern life is technology. Technology for Heidegger is a manner of revealing the truth of Being through processes of containing and controlling nature. Within this framework the natural world is revealed to be standing reserves, i.e., resources to be contained, extracted, and used, power. Whats more, Heidegger claims that human beings are also controlled by modern technology. Technology controls us when we think of ourselves as human resources or human capital; when we think of our projects or relationships as our investments; when every problem seems naturally to call for a technological solution. For Heidegger, we are indeed living in the age of power.
Foucault argues that we need to shift our focus away from metaphysical theories about the essence of power and pay attention to how it actually functions in society. To do this Foucault isolates and challenges what many take to be the basic movement of modern liberal societies: the struggle for individual liberty. From the perspective of this struggle, power is repressive or oppressive. Kings, dictators, or party bosses oppress those below them. Oppression or repression constrains actions and curtails rights. In modern liberal society the goal is to have only as much power as absolutely necessary and as much freedom as possible. The American and French revolutions, civil-rights movements, and anti-colonial struggles of the twentieth century are all expressions of the desire to limit political power in order to liberate individuals.
To challenge this view Foucault proposes a simple hypothesis: what if power does not always function solely or even primarily by repression of individual freedom but instead is positive and productive? This hypothesis forces us to consider the possibility that freedom is to some significant extent a function of power. How is this possible? Foucault argues that modern power operates mainly through mechanisms of surveillance and training, what he calls discipline, rather than through blunt oppression. In modern society, we are perpetually trained and examined for our own benefit and development: in schools we are trained and examined; doctors examine us; employers watch us in all sorts of ways at work; our movement through cyberspace is constantly monitored and recorded; surveillance cameras watch public and private spaces. This pervasive discipline (surveillance and training) has a number of effects. First it develops skills and aptitudes in individuals. Second, it produc es knowledge about individuals and groups. Third it allows for standardization through statistical knowledge about human norms or normalcy. For example, statistical information gathered through examining students allows us to develop statistical norms of human development and effective pedagogy. Fourth, these norms influence how individuals think about themselves. We begin to wonder: Am I normal? Am I healthy? Do I learn too slowly? Is my child walking at the right age or reading at the appropriate grade level? In other words, norms are internalized. These norms influence whether we feel like we are living our lives to the fullest, whether we think that we are free and healthy. Modern society, Foucault claims, normalizes individuals and we internalize that process as a desire to live a normal life. Does this mean that freedom is an illusion, that there is no such thing as liberation? Does it mean that we are entirely products of power and normalization?
Δημοσίευση σχολίου