Οι συλλογικοποιήσεις που θέτουν στο επίκεντρό τους ζητήματα κλιματικής αλλαγής αντιμετωπίζουν μία βαθιά πολιτική κρίση. (Ο λόγος για οργανώσεις όπως τo Camp for Climate Action, συμμαχίες σε διάφορα μείγματα οργανώσεων και ΜΚΟ, καμπάνιες κλπ που δραστηριοποιήθηκαν με αφορμή την Διεθνής Συνδιάσκεψη για το Κλίμα στην Κοπεγχάγη – COP 15). Η κρίση αυτή συνοψίζεται στο υπάρχει διάρρηξη μεταξύ των αντικαπιταλιστικών αξιών και του προσανατολισμού προς μία πολιτική φιλελεύθερης συναίνεσης (με ανάλογα αιτήματα και ακτιβισμό) σχετικά με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Με την έννοια της «φιλελεύθερης συναίνεσης» εννοείται ένα σκεπτικό που λέει ότι «φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, τώρα αυτό που μπορεί να γίνει είναι μέσα στα πλαίσια του συστήματος, στηρίζουμε το τάδε αίτημα για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα γιατί σύμφωνα με τα αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα αυτό είναι το σωστό». Αυτή η οπτική αντιμετωπίζοντας τον «εχθρό» ως ένα πράγμα (το διοξείδιο του άνθρακα) αποκόβει το ζήτημα από την κοινωνική και πολιτική του διάσταση. Δημιουργεί έτσι μία απολίτικη συζήτηση η οποία στρέφει όλο αυτό το μόρφωμα, παρόλο που εμπεριέχει χαρακτηριστικά πολιτικής κριτικής, σε ένα εργαλείο πίεσης για την μεταρρύθμιση του κράτους.
Η κλιματική αλλαγή, με τον τρόπο που την χειρίζεται η τάση της φιλελεύθερης συναίνεσης, θα αποφέρει νέους κύκλους κερδοφορίας στο κεφάλαιο (green new deal, εμπόριο ρύπων και άλλα τέτοια). To επικίνδυνο στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών (το οποίο αν το δούμε σε σχέση με ζητήματα περιβαλλοντικής ασφάλειας και μετανάστευσης, περιφράξεων) είναι τεράστιο θέμα) είναι ότι το στοχευμένο από την εξουσία «άλλο» (παλαιότερα η τρομοκρατία) γίνεται τώρα η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή κάτι στο οποίο δεν μπορεί κανείς να εναντιωθεί ηθικά. Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό θέμα, η αντίφαση που αντιμετωπίζουν οι παραπάνω οργανώσεις είναι ότι ενώ έχουν πολύ κόσμο που αυτοχαρακτηρίζεται ως αντικαπιταλιστής, τελικά υπό το βάρος της υποτιθέμενης επείγουσας φύσης της κατάστασης (ή και λόγο απουσίας μίας ανταγωνιστικής πολιτικής πρότασης) τείνει να ζητάει μία «εδώ και τώρα» δράση η οποία πολιτικά τον πάει σε αιτήματα χρηματικοποίησης της κλιματικής αλλαγής (Τratable Energy Quotas, Green new deal, Kyoto 2). Mία εκδήλωση αυτής της αντίφασης είναι το αίτημα για μία δίκαιη μετάβαση στη μεταπετρελαϊκή εποχή (just transition) και για πράσινες δουλειές (green jobs). H λογική της δίκαιης μετάβασης είναι η εξής: υπάρχει η αναγκαιότητα να κλείσουν τα περιβαλλοντικά επιβλαβή εργοστάσια (π.χ. επεξεργασία μετάλλων, βιομηχανίες αυτοκινήτων κλπ) και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν μπορούν να συμβαδίσουν με αυτό. Έτσι το περιβαλλοντικό αίτημα για το κλείσιμο των εργοστασίων απαιτεί την επανεκπαίδευση αυτών των εργατών σε πράσινες δουλιές όπως π.χ. στην κατασκευή ανεμογεννητριών. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει για ένα προοδευτικό αίτημα. Εκ δεύτερης όψεως σκέτος πράσινος καπιταλισμός. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο «όσο πιο πολύ διαμαρτύρεται αυτός ο κόσμος, τόσο αναπτύσσονται οι πράσινες τεχνολογίες»! Πρόκειται για μία σχιζοφρένεια όπου πλέον δεν μπορεί να υπάρξει διαλεκτική πολιτική σύνθεση. Ο λόγος στα ανταγωνιστικά κινήματα για την επαναοικειοποίηση των κοινών. Ή οικοκαταστροφή ή ελπίδα για ζωή.
Το παραπάνω είναι μία πρόχειρη ανάγνωση του άρθρου
Τhe Climate Crisis or the Crisis of Climate Politics?
Η κλιματική αλλαγή, με τον τρόπο που την χειρίζεται η τάση της φιλελεύθερης συναίνεσης, θα αποφέρει νέους κύκλους κερδοφορίας στο κεφάλαιο (green new deal, εμπόριο ρύπων και άλλα τέτοια). To επικίνδυνο στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών (το οποίο αν το δούμε σε σχέση με ζητήματα περιβαλλοντικής ασφάλειας και μετανάστευσης, περιφράξεων) είναι τεράστιο θέμα) είναι ότι το στοχευμένο από την εξουσία «άλλο» (παλαιότερα η τρομοκρατία) γίνεται τώρα η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή κάτι στο οποίο δεν μπορεί κανείς να εναντιωθεί ηθικά. Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό θέμα, η αντίφαση που αντιμετωπίζουν οι παραπάνω οργανώσεις είναι ότι ενώ έχουν πολύ κόσμο που αυτοχαρακτηρίζεται ως αντικαπιταλιστής, τελικά υπό το βάρος της υποτιθέμενης επείγουσας φύσης της κατάστασης (ή και λόγο απουσίας μίας ανταγωνιστικής πολιτικής πρότασης) τείνει να ζητάει μία «εδώ και τώρα» δράση η οποία πολιτικά τον πάει σε αιτήματα χρηματικοποίησης της κλιματικής αλλαγής (Τratable Energy Quotas, Green new deal, Kyoto 2). Mία εκδήλωση αυτής της αντίφασης είναι το αίτημα για μία δίκαιη μετάβαση στη μεταπετρελαϊκή εποχή (just transition) και για πράσινες δουλειές (green jobs). H λογική της δίκαιης μετάβασης είναι η εξής: υπάρχει η αναγκαιότητα να κλείσουν τα περιβαλλοντικά επιβλαβή εργοστάσια (π.χ. επεξεργασία μετάλλων, βιομηχανίες αυτοκινήτων κλπ) και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν μπορούν να συμβαδίσουν με αυτό. Έτσι το περιβαλλοντικό αίτημα για το κλείσιμο των εργοστασίων απαιτεί την επανεκπαίδευση αυτών των εργατών σε πράσινες δουλιές όπως π.χ. στην κατασκευή ανεμογεννητριών. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει για ένα προοδευτικό αίτημα. Εκ δεύτερης όψεως σκέτος πράσινος καπιταλισμός. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο «όσο πιο πολύ διαμαρτύρεται αυτός ο κόσμος, τόσο αναπτύσσονται οι πράσινες τεχνολογίες»! Πρόκειται για μία σχιζοφρένεια όπου πλέον δεν μπορεί να υπάρξει διαλεκτική πολιτική σύνθεση. Ο λόγος στα ανταγωνιστικά κινήματα για την επαναοικειοποίηση των κοινών. Ή οικοκαταστροφή ή ελπίδα για ζωή.
Το παραπάνω είναι μία πρόχειρη ανάγνωση του άρθρου
Τhe Climate Crisis or the Crisis of Climate Politics?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου