(συνέχεια από το προηγούμενο)
Έφτιαξα ένα κολάζ για ένα αγαπημένο πρόσωπο. Το κολάζ αυτό είχε διάφορες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κυρίως από τον "Φωτοφράκτη" του Εμπειρίκου και ένα βιβλίο με αστερισμούς. Το φτιάξιμο του κολάζ ήταν μία ωραία διαδικασία, έγινε σιγά σιγά και απεικονίζει την συναισθηματική κατάσταση που ήμουν εκείνες τις μέρες. Νομίζω ότι το κολάζ είναι ένας ωραίος τρόπος να βγάζεις προς τα έξω πράγματα που έχεις στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου. Και είναι ενδιαφέρον να το βλέπεις αυτό ενώ να γίνεται και να αναρωτιέσαι που να βάλεις το τάδε χαρτάκι ή τι χρώμα να ζωγραφίσεις το τάδε σημείο.
Κάποια στιγμή ενώ τελείωνα , μου ήρθε η ιδέα να κάνω κάποιες νοητές διαδρομές πάνω στο κολάζ και να γράφω σε ένα χαρτί "τι είναι αυτό που βλέπω". Άρχισα έτσι να μαζεύω φράσεις που μου άρεσαν, σαν κάτι να μου έλεγαν. Έκανα 2-3 διαδρομές και μάζεψα κάποιες παραγράφους , τις οποίες συνέδεσα κάπως αυθαίρετα είναι η αλήθεια. Σας παραθέτω ένα πρώτο αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας και πολύ θα ήθελα να ακούσω σχόλια για την αίσθηση που προκαλεί κάτι τέτοιο.
Χρώματα σε χάρτη
Ι. Η γραμμή διέσχισε τα σύννεφα του υπερωκεανίου και διχοτομήθηκε μπροστά στο κενό. Απέκτησε αγγίγματα χρωμάτων και εμφάνισε λασπωμένα τοπία με άγριους λεπτεπίλεπτους λόφους. Το χέρι μου τρεμάμενο μόλις που προσπάθησε να αγγίζει τα βρώμικα νερά. Και ενώ η ένταση μεγάλωνε πίσω από την παρουσία του Άλλου ανθρώπου, εκτινάχθηκα μέσα από το εκτροχιασμένο τρένο και ανασηκώθηκα έκθαμπος μπροστά από τα πελώρια τείχη της Θύρας. Τριγύρω ακινησία και σεισμός.
ΙΙ. Το πεδίο άνοιξε και όσα απαιτήθηκαν είχαν ήδη τοποθετηθεί στον χάρτη. Η αλήθεια που ζήτησα δεσπόζει στον κόκκινο ουρανό και η οργή ξεφυσάει στον γαλάζιο αέρα της παιδικής ηλικίας. Η σύγκρουση είναι σφοδρή και κομμάτια από βράχους εκσφενδονίζονται στον αέρα. Μία πέτρα ζωντανεύει και γίνεται φίδι ενώ το παιδικό παιχνίδι στριφογυρίζει κρεμασμένο. Ένα νεύμα ξεπροβάλει μέσα από το κίτρινο ημικύκλιο. Μιλάει η μάσκα και ζητάει απόκριση. Έτσι αλλάζει η μέρα. Kαι η Ελευθερία αγναντεύει αμέριμνη τον επίδοξο εραστή που την κρυφοκοιτάει. «Σώσε με» του ψιθυρίζει «η σωτηρίας της Ανδρομέδας δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή».
ΙΙΙ. Τότε τα αδηφάγα πετρώματα άρχισαν να κινούνται και να ανεβαίνουν μπουσουλώντας τα μεγάλα σκαλιά του ανοιχτού χώρου. Ο δρόμος της συγκάλυψης σφαγιάστηκε σε τρία κομμάτια και η σκιά του απλώθηκε σε μία έρημος που πάλλεται με μικρά στρόγγυλα τραπεζάκια και ξεχασμένα εθνόσημα. Τα χέρια σου ανυψώθηκαν σιγά σιγά σαν κινούμενα σχέδια. Και το πέταγμα των πουλιών που προκάλεσαν σου ταίριαξε τόσο πολύ που ο κύκλος των αστερισμών άρχιζε να μοιάζει με ένα καινούργιο Ήλιο! Τόσο πολύ που ο πετροπόλεμος των παιδιών επανήλθε στο έδαφος που του ανήκει! Γιορτή και πληγές! Το αίμα που έτρεξε επάνω σου ήταν όμορφο. Στάθηκες και το θαύμασες. Και η στιγμή έγινε ένα αντικείμενο μέσα στο τετράδιο. Το πρόσωπό που μου χάρισες έγινε ζωγραφιά στον τοίχο μου που αλλάζει χρώματα ανάλογα με το φως. Και το δίπλωμα του γράμματος ήταν παράλληλα τσάκισμα και τεμαχισμός.