-->
Νarcissae plucandis minibus
Κρίνοι, περίλυποι, ω αδελφοί, από ομορφιά εγώ λιώνω
Γιατί πολύ την ίδια σας επόθησα την γύμνια
Και προς εσάς, ω Νύμφες, Νύμφες, Νύμφες των πηγών
Τα μάταια δάκρυά μου έρχομαι μες τη σιωπή να δώσω
Γιατί οι ύμνοι του ήλιου σβήνουνε!
Έφθασε, να η εσπέρα.
Νοιώθω τα χόρτα τα χρυσά ν’αυξάνουν στο άγιο θάμπος
Και τον καθρέφτη της υψώνει η επίβουλη σελήνη
Αν, απ΄τη νύχτα που έφθασε η γυμνή πηγή έχει σβήσει.
Έτσι, ριχτός μέσα σ’αυτά τ’αρμονικά καλάμια
Απ΄την περίλυπη ομορφιά μου ω σάπφειρε, αργολυώνω
Παλιέ πανάρχαιε σάπφειρε και μαγική εσύ κρήνη
Όπου το γέλιο εξέχασα του πρωτινού καιρού μου.
Πόσο θρηνώ τη διάφανη και τη μοιραία σου λάμψη
Ω κρήνη πένθιμη για τα δάκρυά μου ετοιμασμένη,
όπου τα μάτια μου άντλησαν σε έναν γαλάζιο όλεθρο
την όψη μου από λούλουδα.νωπά στεφανωμένη!
Γλυκειά είναι η εικόνα αλίμονο! κ’ είναι τα δάκρυα αιώνια!
Μες στα γλαύκα αυτά δάση και τ’αδερφικά τα κρίνα
Κυματιστά αναδεύεται ένα φως ακόμη, μόνος
Αμέθυστος που αρκεί για να μαντεύσεις το μνηστήρα
Στο κάτοπτρό σου που το φως σου τάθυμο με σέρνει,
Χλωμος αμέθυστος, ω εσύ καθρέφτη άκριτου ονείρου !
Να, στο νερό η λουσμένη απ΄το φεγγάρι και τη δρόσο
Σάρκα μου που η χλευαστική κύπουλη κρήνη υψώνει
Να τ’ασημένια μπράτσα μου με τις λαμπρές κινήσεις.
Τα οκνά μου χέρια απαύδησαν στο λατρευτό χρυσάφι
Αυτόν το δέσμιο να καλούν που έχουν ζωστό τα φύλλα
Και στην ηχώ τα ονόματα των σκοτεινών θεών ρίχνω!
Χαίρε, ανταύγεια στα κλειστά, ηρεμαία νερά χαμένη!
Νάρκισσε, η ώρα αυτή η ύστατη ένα απαλό είναι μύρο
Για τη γλυκειά καρδιά. Σ’αυτό το άδεια το μνήμα επάνω
για το νεκρό ξεφύλλισε το επιθανάτιο ρόδο.
Το ρόδο ας είσαι, που μαδά, χείλι μου το φιλί του
Για να κοιμάται το είδωλο γαλήνιο στ’όνειρό του,
Γιατί μονάχη, απόμακρη, μιλά ηρεμαία η νύχτα
Στ’άνθη τα τόσο ανάλαφρα κίσκιους χλωμούς γεμάτα
Μα μες στα σμύρτα τα μακριά η σελήνη διασκεδάζει.
Λατρεύω σε, ω αμφίβλολη κάτω απ’αυτά τα σμύρτα!
Σάρκα ανθισμένη θλιβερά για τη μοναξιά μόνο,
Που καθρεφτίζεται έκθαμπβη μες στο υπνωμένο δάσος,
Ω αβρή μιάς πριγκήπισσας κενός εφήβου σάρκα.
Η απατηλή ώρα είναι γλυκειά για τόνειρο στα βρύα,
Κη σκοτεινή ηδονή γεμίζει αυτό το σύσκιο δάσος.
Νάρκισσε, χαίρε ή πέθανε! Έφθασε η αμφιλύκη!
Ο αυλός επάνω στο γλαυκό το ενταφιασμένο ψάλλει
Των ηχηρών των κοπαδιών, που φεύγουν, την πικρία.
Στα χείλη αυτά τα ρουμπινιά, στο ασάλευτο νερό, ω όμοια
Με την εσπέρα, ευλαβική ομορφιά, βουβή ομορφιά μου,
Κρατεί το νύχτιο αυτό κι αβρά μοιραίο φίλημά μου,
Χάδι που αυτό το κρύσταλλο η ελπίδα του αλλοιώνει.
Πάρτο μαζί σου, μες τη σκιά, ω εξόριστή μου σάρκα,
Και στάλαξε για το φεγγάρι, αυλέ απομακρυσμένε
Στάλαξε δάκρυα μακρινά μες σαργυρές υδρίες!
-------------------------------------------------------
To ποιήμα αυτό είναι του Πωλ Βάλερι, το βρήκα σε ένα παλιό περιοδικό του 33, δεν θυμάμαι ποιός το μετέφρασε. Είναι μέρος μίας αναζήτησης που προσπαθεί να εντοπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα (προσωπικό αλλά και κοινωνικό με ένα τρόπο) που αποκαλώ Ναρκισσισμό και να κάνει κάτι για αυτό. Αφιερωμένο σε εμένα!