Από τότε που ήμουν μικρός αποφεύγω τα θρίλερ όπως ο διάβολος το λιβάνι. Αυτό ξεκίνησε όταν, μια φορά, είδα κατά λάθος στην τηλεόραση μία σκηνή που με φόβισε πολύ: ένας άνθρωπος κοιτάει έναν καθρέφτη και ξαφνικά βγαίνει κάτι μέσα από τον καθρέφτη που απειλεί – δεν θυμάμαι καλά – να τον φάει ή να τον τραβήξει μέσα μαζί του. Είχαμε στο σπίτι έναν καθρέφτη στο διάδρομο και όποτε περνούσα απέφευγα να κοιτάζω μέσα – ιδιαίτερα στο σκοτάδι το οποίο με φόβιζε πολύ – έσκυβα και περνούσα από κάτω ή έτρεχα για να τον ξεπεράσω γρήγορα.
Σήμερα μπορώ να είμαι περήφανος ότι δεν φοβάμαι πλέον το σκοτάδι. Αυτό το πράγμα, όμως, με τον καθρέφτη με κάποιο τρόπο παραμένει μέσα μου βαθιά. Τι φάση είναι αυτό από ψυχαναλυτικής άποψης δεν έχω μπορέσει να καταλάβω. Χτες, όμως, το μεσημέρι που ξεφύλλισα ένα βιβλίο με πίνακες του Schiele το συνάντησα. Αν τώρα μου έθετε κάποιος το ερώτημα «τι είναι αυτό που πραγματικά φοβάσαι» (όπως είχα κάνει περίπου δύο χρόνια πριν μέσω της γραπτής μου προσπάθειας «Φόβος» μέσα από το εντυπάκι μου «μειδίαμα») θα απαντούσα με βεβαιότητα. Αυτό φοβάμαι:
O πίνακας αυτός είναι του 1911με τίτλο Death and man. Αντιγράφω από το βιβλίo: Ο άνθρωπος κοιτάζει στον καθρέφτη και με ορθάνοιχτα μάτια βλέπει πίσω του τον εαυτό του ως Θάνατο. Ο πίνακας είναι ζωγραφισμένος με ένα τρόπο που θυμίζει οράματα κόλασης και αυτό του δίνει μία δύναμη υπερβατική…Για τον Schiele, η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν, σε ένα ποιήμα που έγραψε το 1910 ή το 1911 γράφει: «I am a man, I love death and love life – Eίμαι ένας άνθρωπος, αγαπώ τον θάνατο και αγαπώ την ζωή».
Mπορώ να πω ότι, τώρα, καταλαβαίνω καλύτερα την παιδική μου φοβία ως ένα φόβο απέναντι στον θάνατο. Εντάξει, ανθρώπινο είναι! Ίσως δεν είναι τυχαίο που, την ίδια μέρα το βράδυ, ο φίλος μου ο (πρώην) vlakas μου έστειλε το παρακάτω απόσπασμα ως κάτι που του θυμίζει πολύ «εργαλείο». Το παραθέτω και κλείνω εδώ το κεφάλαιο αυτό με τον Φόβο.
“Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.
Ποιο είναι το χρέος μου;
Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!» “
Ποιο είναι το χρέος μου;
Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!» “
(Ν. Καζαντζάκης, Ασκητική)