Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Γέρος

Στα μεγάλα παραθυρόφυλλα της αυλής
Της μεγαλόπρεπης αυλής του παρελθόντος
Mία χλωμή γυναίκα χύνει μία κανάτα με νερό
Ένα νερό που είναι λίγο και τελειώνει.

Η πόρτα δεν ανοίγει στα βήματα που ακούγονται
Το νερό κυλάει κάτω από το γυρμένο πρόσωπο
Το ποτάμι κινείται αργά προς τα εμένα
Κλειστές οι κουρτίνες

Και μέσα από το σκοτάδι
Μέσα από το εύφορο έδαφος με τα νύχια
Ένα θηρίο φυτρώνει και ανυψώνεται
Μέσα στην πίκρα του γελά και σκίζει
Τους χειρότερους εχθρούς και μαζί τους χάνεται.


Το νερό τελειώνει.
Ένα σαλιγκάρι βουίζει προς το μέλλον
Οι σπείρες του δείχνουνε τον χρόνο μίας βολής καμπυλοειδούς.

Η πέτρα δεν έσπασε το τζάμι
Στο βάθος περίμενα να φύγει το πλήθος για να μπω
Δίπλα στο λαμπερό χωματόδρομο που πήγαινε στις λίμνες
Μέσα στο χωμάτινο λαγούμι με τους αρχαίου αμφορείς
στο σημείο αυτό όπου εμφανίζεται
ο φόβος μπροστά στον απαγορευμένο θησαυρό
πέρα από κάθε μορφής ελπίδα
πέρα από κάθε νοσταλγία.
Εκεί.
Όπου η λήθη λιώνει τα πιο μεγάλα πάθη
κι αφήνει την σκόνη τους να επιπλέει στην άσπρη επιφάνεια των μαλακών στρωμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: